Φωτεινή και λευκή, μες στην όλο σκιές αίθουσα του καφέ. Χαμογελαστή και με ένα αφημένο βλέμμα εμπιστοσύνης, σαν παιδί προσχολικής ηλικίας. Η προσμονή της και αυτή η τόσο ...γεμάτη εκτίμηση αποδοχή της με κάνουν να θέλω να ρωτήσω την πιο έξυπνη ερώτηση που έγινε ποτέ – και δεν τα καταφέρνω. Αποδομείται ο δημοσιογραφικός μου ρόλος και αναδεικνύεται, αφού παίρνει το παιχνίδι πάνω της ένας υπέροχος εαυτός της Ελένης Ράντου. Μιας Ελένης Ράντου σοφής, όλο συναίσθημα και ευαισθησία.
Εσύ το ξέρεις, Ελένη, πως είσαι πολύ όμορφη;
Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα τέτοιο και ας μου το λέτε. Πάντως, νιώθω ξεκούραστη και ίσως να ’ναι αυτό. Τι να πω; Αισθάνομαι άβολα.
Εσύ φοβάσαι;
Τώρα το κοίταξα κι εγώ το κτήνος στα μάτια. Όταν βομβαρδίζεται ο κόσμος γύρω σου, το δικό σου το υπαρξιακό το θεματάκι μοιάζει με τίποτα. Είδες γύρω σου την πόλη; Είναι το κέντρο μας αυτό. Το κέντρο μιας πρωτεύουσας που δεν υπάρχει. Ένα φάντασμα. Συχνά περπατάω για να ’ρθω στο θέατρο, στην πρόβα. Και είναι όλα ερημιά. Ακούγονται μόνο τα βήματά μου. Και λέω «έχουμε πόλεμο. Θα ακουστούν σειρήνες όπου να ’ναι...».
Γιατί σταμάτησες ένα χρόνο;
Υπερκόπωση. Κουράστηκα πολύ με την Εργαζόμενη Γυναίκα.
Λένε όμως πως τα θέατρα και τα θεάματα ακμάζουν σε περίοδο κρίσης...
Έτσι λένε, ε; Εγώ ξέρω πως την περασμένη χρονιά με τα γεγονότα και τις μεγάλες διαδηλώσεις φοβάται ο κόσμος να κατέβει στο κέντρο για οποιαδήποτε δουλειά, όχι για το θέατρο, και μάλιστα βράδυ. Οχυρωνόμασταν οι ηθοποιοί μέσα με τους πιο πωρωμένους και ριψοκίνδυνους απ’ τους θεατές αυτούς, τους ίδιους που είναι πάντα, και λέγαμε «άραγε τι θα συναντήσουμε όταν βγούμε έξω;». Τις ουρές στα θέατρα μες στο κέντρο, με τα δακρυγόνα και τις μολότοφ να σκάνε γύρω τους, εσύ τις είδες; Γιατί εγώ δεν τις παρατήρησα. Και κάτι πρέπει να γίνει με το κέντρο τώρα, δεν ξέρω τι, αλλά τώρα να γίνει. Η κρίση έδειξε τη φτώχεια που μασκαρευόταν, γιατί εδώ ήταν πάντα. Οι πέντε έξι οικογένειες που είχαν και πριν λεφτά έχουν και τώρα, θα τα ’χουν και στο μέλλον. Εμάς η κρίση δεν μας πήρε λεφτά, μας πήρε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Να τα ονειρευτούμε, αν θες. Και όλη αυτή η διαφήμιση του πλούτου, ψέματα ήταν. Είχε ο άλλος ακριβό τζιπ με 5.000 δόσεις, καταχρεωμένο. Φωτογραφιζόταν στα λουσάτα ξενοδοχεία, με τα ακριβά ρούχα και τις πισίνες, και μετά στο τριαράκι γύριζαν όλοι. Παίζαμε τους πλούσιους. Και κυρίως τους πετυχημένους. Τι βάρος, τι ενοχοποίηση κι αυτή. Να ’σαι πετυχημένος! Τώρα τουλάχιστον δεν ντρεπόμαστε. Δεν ντρεπόμαστε να πούμε ότι «δεν έχω λεφτά, δεν είμαι πετυχημένος», να παραδεχτούμε την αλήθεια που κρύβαμε.
Περισσότερα στο Down Town που κυκλοφορεί.
Εσύ το ξέρεις, Ελένη, πως είσαι πολύ όμορφη;
Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα τέτοιο και ας μου το λέτε. Πάντως, νιώθω ξεκούραστη και ίσως να ’ναι αυτό. Τι να πω; Αισθάνομαι άβολα.
Εσύ φοβάσαι;
Τώρα το κοίταξα κι εγώ το κτήνος στα μάτια. Όταν βομβαρδίζεται ο κόσμος γύρω σου, το δικό σου το υπαρξιακό το θεματάκι μοιάζει με τίποτα. Είδες γύρω σου την πόλη; Είναι το κέντρο μας αυτό. Το κέντρο μιας πρωτεύουσας που δεν υπάρχει. Ένα φάντασμα. Συχνά περπατάω για να ’ρθω στο θέατρο, στην πρόβα. Και είναι όλα ερημιά. Ακούγονται μόνο τα βήματά μου. Και λέω «έχουμε πόλεμο. Θα ακουστούν σειρήνες όπου να ’ναι...».
Γιατί σταμάτησες ένα χρόνο;
Υπερκόπωση. Κουράστηκα πολύ με την Εργαζόμενη Γυναίκα.
Λένε όμως πως τα θέατρα και τα θεάματα ακμάζουν σε περίοδο κρίσης...
Έτσι λένε, ε; Εγώ ξέρω πως την περασμένη χρονιά με τα γεγονότα και τις μεγάλες διαδηλώσεις φοβάται ο κόσμος να κατέβει στο κέντρο για οποιαδήποτε δουλειά, όχι για το θέατρο, και μάλιστα βράδυ. Οχυρωνόμασταν οι ηθοποιοί μέσα με τους πιο πωρωμένους και ριψοκίνδυνους απ’ τους θεατές αυτούς, τους ίδιους που είναι πάντα, και λέγαμε «άραγε τι θα συναντήσουμε όταν βγούμε έξω;». Τις ουρές στα θέατρα μες στο κέντρο, με τα δακρυγόνα και τις μολότοφ να σκάνε γύρω τους, εσύ τις είδες; Γιατί εγώ δεν τις παρατήρησα. Και κάτι πρέπει να γίνει με το κέντρο τώρα, δεν ξέρω τι, αλλά τώρα να γίνει. Η κρίση έδειξε τη φτώχεια που μασκαρευόταν, γιατί εδώ ήταν πάντα. Οι πέντε έξι οικογένειες που είχαν και πριν λεφτά έχουν και τώρα, θα τα ’χουν και στο μέλλον. Εμάς η κρίση δεν μας πήρε λεφτά, μας πήρε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Να τα ονειρευτούμε, αν θες. Και όλη αυτή η διαφήμιση του πλούτου, ψέματα ήταν. Είχε ο άλλος ακριβό τζιπ με 5.000 δόσεις, καταχρεωμένο. Φωτογραφιζόταν στα λουσάτα ξενοδοχεία, με τα ακριβά ρούχα και τις πισίνες, και μετά στο τριαράκι γύριζαν όλοι. Παίζαμε τους πλούσιους. Και κυρίως τους πετυχημένους. Τι βάρος, τι ενοχοποίηση κι αυτή. Να ’σαι πετυχημένος! Τώρα τουλάχιστον δεν ντρεπόμαστε. Δεν ντρεπόμαστε να πούμε ότι «δεν έχω λεφτά, δεν είμαι πετυχημένος», να παραδεχτούμε την αλήθεια που κρύβαμε.
Περισσότερα στο Down Town που κυκλοφορεί.